- μουρμούρης, -α, -ικο
- παραπονιάρης, μεμψίμοιρος, γκρινιάρης, κλαψιάρης: Η γυναίκα μου είναι μεγάλη μουρμούρα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μουρμούρης — α, ικο [μουρμούρα] (ως επίθ. και ως ουσ.) α) αυτός που μουρμουρίζει, που ψιθυρίζει κάτι συγκεχυμένα και σιγά β) μεμψίμοιρος, γκρινιάρης … Dictionary of Greek
γκρινιάρης, -α, -ικο — αυτός που γκρινιάζει, ο μεμψίμοιρος, ο μουρμούρης, ο ανάποδος: Η πεθερά του είναι πολύ γκρινιάρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)